Το βλέμμα καρφωμένο στο ξύλινο, σκαλιστό ρολόι που έστεκε αγέρωχα και δηκτικά στον τοίχο. Κάθε λεπτό κυλούσε βασανιστικά, ο χρόνος κατάπινε τα δευτερόλεπτα με πρωτόγνωρα σαδιστική απόλαυση.
«Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει…», είπαν…
«Καλά έκανες, έτσι έπρεπε, θα δεις στην αρχή είναι δύσκολο μα θα περάσει…», είπαν…
«Σου έκανε κακό, μέσα σου ήξερες ότι απλά δεν μπορούσε να συνεχιστεί…»…
Όλοι έλεγαν με συμπονετικό βλέμμα, με έναν οίκτο και μία ελεημοσύνη χαραγμένη στα μάτια που κάρφωναν την καρδιά της σαν πυρωμένα σίδερα. Ήξερε ότι ήταν για το καλό τους, πως ήταν η μόνη λύση για να προχωρήσουν και οι δύο. Αν δεν το ήξερε, δε θα έπαιρνε ποτέ αυτή την απόφαση. Αυτή τη φριχτή απόφαση. Πώς άραγε καταφέρνει τόσος πόνος να τρυπώσει σε τρεις λέξεις;
Πώς είναι δυνατόν τρεις λέξεις να προκαλούν σιωπηλούς σφαδασμούς που πνίγονται μέσα σε στεγνά δάκρια, που κουκουλώνονται κάτω από βλέφαρα που ίσα που μουσκεύτηκαν…
Μια ανεξήγητη παγωνιά στην ατμόσφαιρα… Τα χέρια της τρεμάμενα και ψυχρά, να κάνουν μηχανικές κινήσεις, τα χείλη της ματωμένα από την πάλη τους με τα δόντια, για να μην αφεθούν ελεύθερες να ξεχυθούν οι κραυγές, τα μάτια της κενά, απλανή, χαμένα στο κενό. Κι εκείνο το ρολόι, αδίστακτο, «τικ-τακ, τικ-τακ», να της βροντοφωνάζει: «Σου είπαν ότι θα περάσει; Κοίτα πως γυρνούν οι δείκτες μου… Γυρνούν κι αφήνουν σημάδια, ξυπνούν αναμνήσεις και νοσταλγούν χάδια… Κι ο χρόνος περνάει… Κι ο λεπτοδείκτης κυλάει… Όμως η καρδιά σου βουβά κι άηχα χτυπάει…».
Οι αναμνήσεις τρύπωναν σωρηδόν στην κάθε της σκέψη, πάλευε να μιλήσει, πάσχιζε να αρθρώσει μία πρόταση κι όμως οι λέξεις ήταν πικρές και βουτηγμένες στη νοσταλγία. Η υπόστασή της δεμένη σε έναν φλεγόμενο πυρσό από θυμίσεις, όνειρα, βλέμματα κι αγγίγματα, πάλευε να γλιτώσει αλλά τα χέρια της ήταν δέσμια ενός πάθους που τα τύλιγε σαν περικοκλάδα, πάσχιζε να ουρλιάξει μα η φωνή της είχε σωπάσει, ωθώντας την ανήμπορη στα χέρια μιας ηδονικής καταστροφής.
Ο εγωισμός της είχε θυσιαστεί στο βωμό του δικού της θεού με αντάλλαγμα την προσοχή του και παρέσυρε μαζί του την αξιοπρέπεια και τη λογική της. Με μία ματιά χάιδευε τις πιο απόκρυφες χορδές της ψυχής της, με έναν ψίθυρο βάδιζε στα πιο άβατα μονοπάτια του μυαλού της.
Και το ρολόι με τους δείκτες από κάρβουνο, που γυρνούν αφήνοντας μουτζούρες στην θρυψαλιασμένη της καρδιά. Δεν είχε άλλη επιλογή. Αδιέξοδο. Περπατούσαν χέρι – χέρι, ώσπου ο δρόμος άρχισε να στενεύει επικίνδυνα ή θα του άφηνε το χέρι ή θα έπεφταν κι οι δύο. «Στον έρωτα δεν πρέπει να παρακαλάς…», της έλεγαν.
«Πρέπει να είσαι προτεραιότητα…», ξαναέλεγαν.
Κι εκείνη υπέμεινε κι επέμεινε, ώσπου δεν άντεχε άλλο. Οι προσπάθειές της στέρεψαν κι αυτή η δίψα να παλεύει, ησύχασε. Μια αδιανόητη κόπωση, ένας μόχθος που δε θα έπρεπε να νιώθει. Κι ύστερα κατάλαβε πως αυτή ήταν ο δείκτης που έδειχνε τα δευτερόλεπτα κι εκείνος αυτός που έδειχνε την ώρα. Πάλευε και έτρεχε, να τον προφτάσει και σε κάθε τους συνάντηση διεκδικούσε την επόμενη, κυνηγώντας να κινούνται συνεχώς. Αυτός πιο σταθερός, οι προσπάθειές του, διεπόμενες από μία βραδύτητα και μία συστολή, ανήμπορος να ακολουθήσει τη δική της μανία. Στο ρολόι όμως υπάρχει κι ο λεπτοδείκτης που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στα δευτερόλεπτα και τις ώρες, μέχρι που σε μια στροφή του ρολογιού ο δείκτης των λεπτών κομματιάστηκε και έπεσε στο έδαφος, αφήνοντας τα δευτερόλεπτα να περνούν και τις ώρες να μένουν ακίνητες και άκαμπτες στο χρόνο.
Έσβησε το φως και κοίταξε το ξύλινο, σκαλιστό ρολόι. Το ψηλάφισε και με ένα ψεύτικο χαμόγελο, ζωγραφισμένο στα χείλη της, βγήκε από το δωμάτιο και το ρολόι συνέχισε τον γνώριμο, επαναλαμβανόμενο ήχο «τικ-τακ».
Είμαι ενθουσιασμένη, τι τέλος ,τι παρομοιώση ,απλά υπέροχο…
Δηλώνω εθισμένη στη γραφή σου. Μη σταματήσεις ποτέ να γράφεις
Τι όμορφα σχόλια! Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια…
Yπέροχο!
Χαίρομαι που σας άρεσε…
Γράφεις πολύ ωραία και η ιστορία σου έχει συνοχή που ταξιδεύει τον αναγνώστη μέσα από τις λέξεις σου. Μπράβο σου, και προτείνω να συνεχίσεις να γράφεις για να μας ταξιδεύεις! ❤🧡💛💚💐💐🌺
Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ, για τα γλυκά λόγια… 🥰